< ἀμεταφρονήτως
ἀμετέλαστος >
ἀμεταχείριστος
,
-ον
1
dificil de manejar
τὰ κοινά
Ar.
Fr
.710, cf. Phryn.
PS
p.40, Hsch.
2
intratable
,
Gloss
.2.90.