< ἀμετάτροπος
ἀμετάφορος >
ἀμεταφόρητος
,
-ον
no trasladable
,
inamovible
ἀγγεῖον op. περιφορητός
Phlp.
in Cat
.32.21, cf. ἀμετακίνητος
I 2
.