< ἀμελητής
ἀμελητικός >
ἀμελητί
adv.
1
por descuido
,
descuidadamente
οἱ δεκαταλάντους δωρεὰς ἀ. προϊέμενοι
Luc.
Tim
.12.
2
v. ἀμελλητί.