ἀμεθεξία, -ας, ἡ


fil.

1 no participación διὰ τὴν τῆς λιβάδος ἀμεθεξίαν τῶν νεκρῶν Corn.ND 35.

2 no participabilidad τὴν ἀμεθεξίαν λέγω τοῦ ἑνός Procl.in Prm.725.31, ἡ τῆς παναιτίου θεότητος ἀ. Dion.Ar.DN M.3.644B.