ἀμβροσιώδης, -ες
1 que tiene la fragancia de la ambrosía
χεῖρες αὐτῷ αἱ ἀκτῖνες τὰ τῶν φυτῶν ἀμβροσιωδέστατα πρῶτον ἀποδρεπόμεναιCorp.Herm.18.11.
2 que da inmortalidad
πηγήA.Thom.A.25 (p.140.13),
τροφήA.Thom.A.36 (p.154.2).
χεῖρες αὐτῷ αἱ ἀκτῖνες τὰ τῶν φυτῶν ἀμβροσιωδέστατα πρῶτον ἀποδρεπόμεναιCorp.Herm.18.11.
πηγήA.Thom.A.25 (p.140.13),
τροφήA.Thom.A.36 (p.154.2).