< ἀμβολιεργός
Ἀμβολογήρα >
ἀμβολίη
,
-ης, ἡ
retraso
A.R.3.144,
Epic.Alex.Adesp
.2.74
•
c. gen.
δηιοτῆτος
A.R.4.396,
κυδοιμοῦ
Nonn.
D
.38.12.