< ἀμβλωθρίδιος
ἄμβλωμα >
ἀμβλώθριον
,
-ου, τό
abortivo
καὶ τὸ φάρμακον δὲ τὸ αἴτιον τοῦ ἐξαμβλοῦν τὰς γυναῖκας ἀ. καλεῖται
Sch.Ar.
Nu
.137.