ἀμβλόω
I
τὸ ἔμβρυονHp.Mul.1.25,
τὸ σπαρένI.Ap.2.202
•fig. estropear, esterilizar
τὸ μεγαλοφυέςPh.1.637.
2 abs. abortar, tener un aborto Ph.2.317, Ael.VH 13.6, Gp.14.14.
II en v. med.-pas.
1 malograrse
ἐὰν ... τὸ γινόμενον ἀμβλωθῇArist.GA 773a1.
2 de las yemas de las vides helarse Thphr.HP 4.14.6.
3 fig. ser un aborto
τὰ συλλαμβανόμενα ὑπὸ τῆς τούτου ψυχῆς ἀτελῆ καὶ τυφλὰ ὥσπερ ἀμβλοῦσθαιLongin.14.3.