< ἀμβλακ-
ἀμβλισκάνω >
ἀμβλατώριος
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
tb.
ἀμβλατούριον
, -ου, τό
REG
74.249.n.783 (Fenicia)
lat.
ambulatorius
e.d.
soportal
λιθίνοι
IEphesos
437, cf.
REG
l.c.