ἀμαυρόω
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [aor. sin aum. ἀμαύρωσεν Pi.P.12.13; aor. pas. sin aum. ἀμαυρώθη Hdt.9.10]
A v. act.
I relat. a la visibilidad
1 obscurecer c. concr., del sol c. respecto a la luna
τὸ ἀσθενέστερονAntipho Soph.B 27,
ἄστρα μὲν ἠμαύρωσε καὶ ἱερὰ κύκλα σελήνης ... ἠέλιοςAP 9.24 (Leon.),
εὐτυχίᾳ γὰρ τοῦ ἔθνους οἱ νόμοι ... ἀμαυρώσουσι τοὺς ἄλλους καθάπερ ... ἥλιος τοὺς ἀστέραςPh.2.141
•deslumbrar
ἥλιος ... ἀμαυροῖ ὀφθαλμούςLXX Si.43.4
•cegar
ὁ θεὸς ... τοὺς μὲν ἠμαύρωσενI.AI 1.202,
τὰ ὄμματαTDA 241.13
•
τῶν αἰτίων ἐκβάσεις ἀμαυρώσουσινdel sol y la luna en conjunción con Urano borrarán los resultados de los procesos judiciales Vett.Val.163.25.
2 hacer invisible, PMag.1.102.
3 fig. obscurecer, eclipsar
βασκανία γὰρ φαυλότητος ἀμαυροῖ τὰ καλάLXX Sap.4.12,
τοὺς ἄλλους στρατηγούςPlu.Alc.6, cf. Plb.6.15.7,
τὴν λαμπρὰν ... χάρινAristaenet.1.28.20
•gram.
πάθος ἐγγινόμενον ἀμαυροῖ τὰς ἰδιότητας τοῦ δεόντως πως σχηματίζεσθαιla modificación sufrida obscurece las particularidades de la debida formación A.D.Adu.169.18.
II de pers. y abstr.
1 debilitar, aminorar c. abstr.,
ὕβρινSol.3.34,
μηδ' ἀμαύρου τέρψιν ἐν βίῳPi.Fr.126.1,
τὰς συμφοράςE.Fr.416,
σαυτὸν δ' ἀμαυροῖς, ὥστε λήσει(ς) τῷ χρόνῳAr.Fr.650D,
ὁ σφοδρότερος (πόνος) ἀμαυροῖ τὸν ἕτερον (πόνον)Hp.Aph.2.46,
τὸ δὲ ἥμερόν τε καὶ ἤπιονHp.Aër.23,
δόξανPlb.20.4.3,
τὸ τέλος τῶν ἰδίωνPlb.21.22.11,
τὰς ἄλλας (κακίας)Plu.Crass.2,
τὸ κάλλοςAristaenet.1.16.11.
2 de pers. y cosas humanas arruinar, destruir, estropear, borrar suj. el tiempo
ἐντάφιον ... οὔτ' ... ἀμαυρώσει χρόνοςSimon.26.5,
χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάνταel tiempo todo lo destruye S.Fr.954,
ὁ χρόνος ἠμαύρωκε τὰ πολλάStr.8.1.1,
χρόνου ... τὴν ἱστορίαν καὶ οὐδαμῶς ἀμαυρώσοντοςD.C.72.23.4
•c. otros suj.: c. compl. de pers. y abstr.
τό τε θεσπέσιον Φόρκοι' ἀμαύρωσεν γένοςPi.P.12.13,
οἶκονIG 12(7).107 (Amorgos V a.C.),
τιναA.Eu.358,
ζόανde Fedra, E.Hipp.816
•corromper
ἑκατέρας (τροφάς)Hp.Alim.5,
ἡ γὰρ νεαρὴ (τροφή) ... ἠμαύρωσε τὴν παλαιήνAret.CD 2.13.3,
τὰ τῶν πολεμίωνX.Ages.11.12, de una estatua IG 12(9).1179.22 (Cálcide).
3 por mala trad. del hebr. amonestar y c. hebraísmo en la constr.
οὐκ ἠμαύρωσεν ἐν αὐτοῖςAq.1Re.3.13.
B v. med.-pas.
1 obscurecerse, apagarse de la luna, B.13.177,
ὁ ἥλιος ἀμαυρώθηHdt.9.10,
ὁ δὲ ἥλειος (sic) ἀμαυρωθήσ[εταιPOxy.2332.17 (III d.C.), de los astros
τῆς ἀμιγοῦς καὶ καθαρᾶς αὐγῆς ἐκείνης ἀμαυρουμένηςPh.1.7,
πυρὸς τὸ φέγγος ... τῷ βάθει τοῦ σκότους ἀμαυρούμενονPh.2.100,
πῶς ἀμαυρωθήσεται χρυσίον;¿cómo se ennegrecerá el oro? LXX La.4.1, tb. v. act.
ἡ σελήνη ἀμαυροῖ τῷ θερμῷX.Cyn.5.4.
2 aminorarse, debilitarse
ἡδονὴ ἀμαυροῦταιArist.EN 1175a10, del calor, Arist.PA 667a19, del dolor, Aret.SD 2.12.2, SA 1.7.4, cf. Aq.Ge.27.1, de las raíces de ciertas plantas, Thphr.HP 9.14.3, de olores, Thphr.Od.54,
εἰ μὴ τῇ εὐχῇ τοῦ νηστευτοῦ ἠμαυρώθη τὸ δηλητήριονBasil.M.31.172D,
ὄμμαHp.Prorrh.1.46,
οὐκ ἠμαυρώθησαν οἱ ὀφθαλμοίLXX De.34.7,
αὐτοῦ ... τὰς ὄψεις ἠμαυρωμένου διὰ τὸ γῆραςI.AI 8.268
•fig.
ἐν τῷ μεγέθει τῶν καλῶν τὸ λεχθὲν καὶ ἀμαυροῦταιen la masa de las cosas bellas lo dicho llega a difuminarse Luc.Dom.16.
3 quedar rebajado, venir a menos
κατὰ τὴν τροφήνArist.GA 772b28,
ἠμαυρωμένους τὸ ἀξίωμαPlu.Per.11,
ἠμαυρωμένος τῇ δόξῃPlu.Cor.31.
4 v. act. c. gen. verse privado de
ὁ νοῦς ταύτης τῆς ΧάριτοςEphr.Syr.1.273B.