ἀμαυρότης, -ητος, ἡ
1 oscuridad, ceguera
τὴν τῶν ὀφθαλμῶν ἄμερσιν ὅ ἐστιν ἀμαυρότηταEust.1585.49
•fig. tiniebla, obnubilación c. gen. subjet.
πλάνηςMaximinus en Eus.HE 9.7.3,
ἡδονῶνRom.Mel.74.ιβʹ.1.
2 vaguedad
αἰσθήσεωνGal.11.282.
τὴν τῶν ὀφθαλμῶν ἄμερσιν ὅ ἐστιν ἀμαυρότηταEust.1585.49
πλάνηςMaximinus en Eus.HE 9.7.3,
ἡδονῶνRom.Mel.74.ιβʹ.1.
αἰσθήσεωνGal.11.282.