< ἀμαυρία
ἀμαυρόβιος >
ἀμαυρίσκω
• Prosodia:
[ᾰ-]
oscurecer
,
hacer borroso
οὔτε λόγος ἐσθλὸς φαύλην πρῆξιν ἀμαυρίσκει
Democr.B 177.