< ἄματα
ἀματάρα >
ἀματαιότης
,
-ητος, ἡ
precisión intelectual
τήν τε ἀματαιότητα ἕξιν ἀναφέρουσαν τὰς φαντασίας ἐπὶ τὸν ὀρθὸν λόγον
Chrysipp.
Stoic
.2.39.