< ἀμάρευμα
ἀμαρηγός >
ἀμαρεύω
hacer fluir
,
canalizar
ὕδωρ ἀνὰ τοὺς κήπους
Aristaenet.1.17.5,
δακρύων ῥοήν
Eust.1609.32, cf. Hsch.