< ἀμαλλοτόκεια
ἀμαλλοφόρος >
ἀμαλλοτόκος
,
-ον
• Prosodia:
[ᾰ-]
productor de gavillas
πεδία
Hymn.Is
.3,
ἀρούρη
Nonn.
D
.7.84.