ἀμαλδύνω


I 1aplastar, destrozar τεῖχος Il.12.18, ὑπὸ τοῦ Διὸς ἀμαλδυνθήσομαι Ar.Pax 380
estropear εἶδος h.Cer.94, ὀφθαλμούς Cat.Cod.Astr.2.174, τίς φθόνος ἠμάλδυνε ... χαίτην; Nonn.D.18.349
poner fin τὴν διὰ τοῦ ὀμφαλοῦ πνοήν Hp.Nat.Puer.17
borrar στίβον A.R.4.112.

2 ocultar φόνου τέλος A.R.1.834.

3 malgastar τὰ παρέοντα Democr.B 202, χρήματα Theoc.16.59.

4 fig. deprimir, desmoralizar συμφορὰ δ' ἐσθλὸν τ' ἀμαλδύνει B.14.3.

II en v. med.-pas.

1 deshacerse, destruirse ὥς κέν τοι ... τεῖχος ἀμαλδύνηται Il.7.463.

2 estropearse ὄμματα Hp.Mul.2.201, ἡ δίοδος ἀμαλδύνεται τῆς γονῆς Hp.Genit.2, ἀμαλδυνθεῖσα χρόνῳ περικαλλέα μορφήν AP 6.18 (Iul.).

III ablandar, mitigar ἐλπωρὴ ... ἀμαλδύνει κακότητα Q.S.1.73, πάντα ... ἠμάλδυνε θεὴ Κύπρις Q.S.13.401.
• Etimología: De la raíz *melH- ‘moler’, ‘machacar’, ‘blando’. C. dist. grados vocálicos y trat., encontramos en gr. μάλευρον, μύλη, μάλκη, βλάξ, βληχρός, βλαδύς, μαλακός, ἀμαλός, ἀμβλύς, βλίτον, etc. Fuera del griego lat. molo, mulier, blandus, got. mulda ‘polvo’, ai. mlāyati ‘debilitarse’, etc.