< ἀμᾰθύνω
Ἀμαία >
ἀμαθώδης
,
-ες
arenoso
τὸ ἀμαθώδη τὸν ποταμὸν ἢ τὴν χώραν εἶναι ψεῦδός φασι
Str.8.3.14.