< ἄμα
ἀμάγευτος >
ἀμαγγάνευτος
,
-ον
falto de adornos
τὸ ἁπλοῦν καὶ ἀ. τῆς ὀρθοδόξου πίστεως κάλλος
Procl.CP.
Arm
.15 (p.195.8).