ἀμίαντος, -ον
I gener. de realidades físicas
1 en sent. fís. limpio, puro
ὕδωρThgn.447,
φάοςPi.Fr.108b.2,
αἰθήρB.3.86,
τοὔλαιονPlu.2.395e
•en sent. relig. o moral
γάμοιGVI 1874.13 (Cnido II/I a.C.),
τίμιος ὁ γάμος ἐν πᾶσιν καὶ ἡ κοίτη ἀ.Ep.Hebr.13.4,
σῶμαLXX Sap.8.20, Ph.2.249,
τόποςLXX 2Ma.15.34,
τὸ ἄγιονI.BI 6.99,
κληρονομία ἄφθαρτος καὶ ἀ. καὶ ἀμάραντος1Ep.Petr.1.4,
ἅγια καὶ ἀ. ὀνόματαPMag.4.875,
ἁγναὶ καὶ ἀ. χεῖρες1Ep.Clem.29.1, cf. tb.
μακαρία στεῖρα ἡ ἀμίαντος, ἥτις οὐκ ἔγνω κοίτηνLXX Sap.3.13
•de pers. siempre en sent. moral
γιγνόμενός τις ἀμίαντος τοῦ τε ἀνοσίου πέρι καὶ ἀδίκουPl.Lg.777e,
ὁ μ]ηδὲ ἀμίαντ[ο]ς περὶ τινῶνEpicur.Fr.[30] 35.4,
ἀρχιερεύς, ὅσιος, ἄκακος, ἀμίαντος, κεχωρισμένος ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶνEp.Hebr.7.26, de Pericles
βίον ἐν ἐξουσίᾳ καθαρὸν καὶ ἀ.Plu.Per.39,
ἀϊθαλής, ἀμίαντε, χρόνου πάτερ, ἀθάνατε Ζεῦ(del Sol), Orph.H.8.13,
μίμνειν ἀμίαντον ἐδωδῆς ἐμψύχοιο(de Heleno), Orph.L.368
•subst. ἡ ἀ. el mar A.Pers.578
•neutr. subst. pureza, limpieza Plu.2.383b, Hom.Clem.M.2.233B.
2 de abstr. inviolable
οὕτω γοῦν σεβαστόν τι πρᾶγμα καὶ ἀμίαντον ἐνομίσθη τὸ πιστόνhasta tal punto, en efecto, fue considerada como cosa inviolable y venerable la «fides» D.H.2.75.
II λίθος ἀ. el amianto o asbesto Dsc.5.138
•subst. masc.
amiantus alumini similis nihil igni deperditPlin.HN.36.139
•tb. neutr.
τὸ ἀμίαντον ... οὐ καίεταιGp.15.1.33,
ἀντὶ ἀμιάντου, ἀφροσέλινονGal.19.724.
III adv. -ως de forma impoluta, inmaculada
ἀχράντως καὶ ἀ.Meth.Sym.et Ann.M.18.381C.
• DMic.: a-me-ja-to (??).