ἀλῡσῐτελής, -ές


I 1desventajoso, no provechoso, que no merece la pena ἀλυσιτελεῖς αἱ γεωργίαι γίγνονται X.Vect.4.6, cf. Aen.Tact.39.7, de un matrimonio, I.AI 16.224
no provechoso, inútil Pl.Cra.417d, ἀλυσιτελῆ ποιῆσαι τοῖς ἀδίκοις τὴν αἰσχροκέρδειαν X.Oec.14.5, δικαιοσύνη Isoc.8.31, ἡ πρὸς ἑτερόφρονας εἰρήνη Cyr.Al.M.72.757A, τὰ δὲ κακὰ ἐκ τῶν ἐναντίων ... ἀλυσιτελῆ καὶ φαῦλα Chrysipp.Stoic.3.22, σπο[υδαῖ]αι πράξεις πολλά[κις ἀ]λυ[σ]ιτελεῖς Polystr.19.23, φίλος D.14.36, φιλία Plb.4.49.2, del bautismo arriano, Ath.Al.M.26.237B
c. dat., Bato 2.9.

2 perjudicial, dañino esp. en rel. c. la ciu. ἀλυσιτελέστατος πολίτης Aeschin.1.105
c. dat. ἐχθρὸν ἡγοῦντο τὸ δωροδοκεῖν καὶ ἀλυσιτελὲς τῇ πόλει D.19.275, πρᾶγμ' ἀλυσιτελὲς τῇ πόλει D.23.5, cf. Plb.28.6.4, ὑμῖν Ep.Hebr.13.17
en gener. πόλεμος Plb.11.4.7, ἡ οἴνου χρῆσις Ph.2.227, φασὶ γὰρ πρός σε γράφειμ με ἀεί τι καθ' αὑτῶν ἀλυσιτελές dicen que siempre te estoy escribiendo algo malo de ellos, PSI 441.21 (III a.C.).

3 de síntomas malo, desfavorable (πτύελον) τὸ λευκὸν ... ἀ. Hp.Prog.14, πταρμὸς οὐκ ἀ. Hp.Coac.393, cf. Thphr.Sud.4.

4 de mala calidad, de bajo valor de semillas PTeb.68.31 (II a.C.).

II adv. -ῶς sin provecho, sin beneficio βιώσεται X.Mem.1.7.2, c. dat. αὑτοῖς ἀ. ἔχειν D.61.3
desventajosamente ἀ. μὲν αὐτῷ, συμφερόντως δὲ σοί I.AI 15.192
ἐπὶ τῶν ἀ. γαμούντων Prou.Bodl.176.