< ἁλιτρεφής
ἀλιτρόβιος >
ἀλῐτρία
,
-ας, ἡ
• Prosodia:
[ᾰ-]
1
maldad
,
impiedad
S.
Fr
.48.
2
malicia
,
truhanería
πίθακον ἀλιτρίας πολλᾶς πλέων
Ar.
Ach
.907.