ἀλώφητος, -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
1 que no cede, que no cesa
ἀγῶνεςPlu.Fab.23,
ἐρωμανίηAP 5.255 (Paul.Sil.),
ἔπινον ἀλωφήτου χύσιν οἴνουNonn.D.13.267,
δεῖπνονNonn.D.20.6,
ἀλωφήτων ἀπὸ τόξωνNonn.D.22.345, cf. Plu.2.1005c.
2 perdurable, eterno
τιμήNonn.Par.Eu.Io.10.10,
αἰώνNonn.Par.Eu.Io.12.25,
θεσμόςNonn.Par.Eu.Io.15.9,
κέλευθοιIo.Gaz.1.139.