ἀλύμαντος, -ον
• Prosodia: [-ῡ-]
1 inalterable, incólume
θείου συστήματος ... ἀλυμάντουdel alma, Porph. en Eus.PE 11.28.3
•c. dat.
γήρᾳ δ' ἀλύμαντοςPlu.2.5e.
2 inalterado
ἀλύμαντα τὰ τῆς προφορᾶςA.D.Pron.97.19,
μέτρονTz.Metr.Pind.23.27.