< ἀλιτεύω
ἀλιτήμενος >
ἀλίτημα
,
-ματος, τό
• Prosodia:
[ᾰλῐ-]
agravio
,
falta
,
error
,
AP
5.278, 9.154, 9.643 (todos Agath.), Eust.1529.46, Sud.