ἀλίνδομαι


1 revolcarse ἀλινδόμενοι ψαμάθοισι Nic.Th.156.

2 fig. rodar, andar errante ἄλλην ἐξ ἄλλης εἰς χθόν' ἀλινδόμενος AP 7.736 (Leon.).
• Etimología: *Hu̯°l- cf. ἁλής, ἅλις, εἰλέω, etc.