ἀλίγκιος, -ία, -ιον
semejante, parecido, igual c. dat.
ἀστέρι καλῷIl.6.401,
ἀθανάτοισινOd.8.174,
εἴδεα πᾶσιν ἀλίγκιαEmp.B 23.5,
ὀνειράτων ἀλίγκιοι μορφῆσιsemejantes a los fantasmas de los sueños A.Pr.449,
τά γε κεῖται ἀλίγκια δινωτοῖσιArat.462,
αἰθυίῃσινA.R.4.966,
ἡρώεσσινIUrb.Rom.1226.3 (III/IV d.C.),
οὐδ' ἅπαν εἶδος ἔοικεν ἀλίγκιονD.P.628, c. ac. de rel.
σοι φυὰν ἀλιγκίαB.5.168.
• Etimología: Suele relacionarse c. aesl. lice ‘rostro’ c. vocal protética o ἀ- < *n̥-.