ἀλίαστος, -ον


I 1indoblegable, incontrolable πόλεμος Il.2.797, 20.31, μάχη Il.14.57, ἀνίη Hes.Th.611
incansable πόνος A.R.2.649
enorme, inabarcable κῦμα A.R.1.1326
incurable τυπή Nic.Th.784.

2 incesante, continuo γόος Il.24.760, ὅμαδος Il.12.471, κτύπος ... θαλάσσης Musae.318
neutr. como adv. μηδ' ἀλίαστον ὀδύρεο Il.24.549, φρὴν ὧδ' ἀλίαστον φρίσσει E.Hec.85, ἀλίαστον ἐγήθεον dieron rienda suelta a su alegría Q.S.4.17.

II de pers. impávido Πυλάδης E.Or.1479.
• Etimología: Comp. neg. de la r. de λιάζομαι q.u.