ἀλήμων, -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [gen. -ονος]
1 errante, vagabundo
πτωχοὶ καὶ ἀλήμονες ἄνδρεςOd.19.74, cf. Arat.1101, Man.4.449,
ΑἰητίνηD.P.490,
ἀστέρεςAP 9.25 (Leon.),
μελάνουροιOpp.H.3.455
•en hipálage
ἀ. κέλευθοςColluth.214
•subst.
ἅλις ἧμιν ἀλήμονές εἰσι καὶ ... πτωχοίOd.17.376.
2 desordenado, irregular
βότρυς ἐθείρηςNonn.D.1.528,
ὀρχηθμόςTriph.354.