ἀλέπιστος, -ον
1 no descamado
(κεστρέα καὶ λάβρακα) ὅλους δ' αὐτοὺς ἀλεπίστους ὀπτήσαςArchestr.SHell.176.8, cf. Eust.1863.54.
2 no descascarillado
καρπόςGp.10.11.1
•del lino no majado o agramado Sch.Ar.Lys.737.
(κεστρέα καὶ λάβρακα) ὅλους δ' αὐτοὺς ἀλεπίστους ὀπτήσαςArchestr.SHell.176.8, cf. Eust.1863.54.
καρπόςGp.10.11.1