ἀλέξημα, -ματος, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
1 medic. remedio
εἴ τις εἰς νόσον πέσοι, οὐκ ἦν ἀλέξημ' οὐδένA.Pr.479, c. gen.
ὀδύνηςHp.Mul.2.212,
κρύους καὶ θάλπουςGal.4.8,
ἐς δίψανPaus.10.18.3, cf. Phot.α 921.
2 gener. protección, precaución
οὐκ ... προὐμηχανήσαντο τὰ πρὸς τὴν συμφορὰν ἀλεξήματαD.H.7.13,
τῆς ὑπονοίαςLongin.17.2, cf. Synes.Prouid.2.1, Sch.Pi.P.10.79c.