< Ἀλεξανδρόπολις
Ἀλέξανδρος >
ἀλέξανδρος
,
-ον
• Prosodia:
[ᾰ-]
que salva
,
que asiste a los hombres
μνᾶμα τ' ἀλεξάνδρου πολέμου
epigr. en D.S.11.14.