< ἀλαξαμάρνιον
ἀλαξιμάριον >
ἀλάξευτος
,
-ον
tosco
,
no tallado
o
labrado
ἡ σοφία δι' ἀλαξεύτων λίθων τὸν οἶκον ... ᾠκοδόμησεν
Ephr.Syr.2.276C, cf. 2.278D.