ἀλάλαγμα, -ματος, τό
• Prosodia: [ᾰλᾰ-]


1 grito de guerra o de victoria θεῷ τ' ἀλάλαγμα νόμαιον δοῦναι Call.Fr.719, πυκνὸν ἀ. Plu.Mar.45, ἀ. δέ ἐστιν ἐπινίκιος ᾠδή Sch.S.Ant.133.

2 grito orgiástico χορείης ἀλάλαγμα Nonn.D.20.304.