< ἀλᾰβαστροθήκη
ἀλαβαστροπώλης >
ἀλάβαστρον
,
-ου, τό
• Prosodia:
[ᾰλᾰ-]
pomo para ungüentos
,
alabastro
Συρίω μύρω χρύσει' ἀλάβαστρα
Theoc.15.114.