< ἀλφέω
Ἀλφηιάς >
ἀλφή
,
-ῆς, ἡ
ganancia
ἀλφαῖσι ταῖς καθ' ἡμέραν
Lyc.1394, cf. 549,
ἀλφή· τιμή, ὠνή, εὕρεσις
Hsch.
• Etimología:
Cf. ἀλφάνω.