< Ἀλφῆνος Οὔαρος
ἀλφηστής >
ἀλφηστήρ
,
-ῆρος
activo
,
trabajador
Γρήγοροι
Orac.Sib
.1.98,
Πέρσαι
Orac.Sib
.13.13.