ἀλυσκάζω
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [opt. ἀλυσκάζειε Nonn.D.42.135]
1 intr. resguardarse, guarecerse, retirarse del peligro
οὐ γάρ μοι γενναῖον ἀλυσκάζοντι μάχεσθαιIl.5.253,
ἀ. ὑπὸ ταῖς κλινίσινCratin.150,
μιν ... ἀλυσκάζοντα νοήσαςdándose cuenta de que se guarecía Nonn.D.1.421,
πρὶν μάρψαι χείρεσσιν ἀλυσκάζων προφύγεσκενOrph.L.109, cf. A.437
•c. constr. de gen. retirarse de, escaparse
νόσφιν ἀλυσκάζω πολέμοιοIl.6.443,
ἀλυσκάζοντες Ἀμαζονίης ἀπὸ λίμνηςOpp.H.1.635.
2 tr. evitar, eludir, esquivar
ὕβριν ἀ. ἀνδρῶνOd.17.581,
πάτον ἀνδρῶνHes.Fr.204.132,
ἀλυσκάζουσαι ἰάμβων ... φλέγμαevitando (las hijas de Licambes) el humor violento de los yambos (de Arquíloco) AP 7.70 (Iul.Aegypt.),
χειμερίην καὶ ἄπιστον ἀλυσκάζων ἅλαMusae.299,
κῦμαAP 9.371.