< ἀλυκρός
ἀλυκταίνειν· >
ἀλυκτάζω
vagar enloquecido
κατὰ δάσκιον ἠλύκταζον ὕλαν
B.11.93,
ἀλύκταζον ... πεφοβημένοι
Hdt.9.70, cf. Hsch.
• Etimología:
Cf. ἀλύω.