< ἀλουτέω
ἀλουτιάω >
ἀλουτία
,
-ας, ἡ
desaseo
,
desaliño
ἔχοντ' ἀλουτίᾳ †κάρα τε καὶ τρίβων
Eup.251, cf. ἀλουσία.