ἀλουσία, -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη
1 falta de baño como prescripción médica
λούτροισιν ἢ ἀλουσίῃcon baños o sin ellos Hp.de Arte 5,
δωδεκάτῃ δὲ τοῦ μηνὸς ἀλουσίαν προστάττει ὁ θεόςAristid.1.274,
ἐκ τῆς ἀλουσίας αἰσθάνομαι καὶ δριμὺ ὀ[σ]δομένου τοῦ σώματοςPSI 297.3 (V a.C.)
•como práctica ascética
ἀλουσίαν οὐ φέρωChrys.M.50.433, cf. Eus.Alex.Serm.M.86.440D, Ephr.Syr.3.425F.
2 desaseo, desaliño
ἀλουσίῃσί τε καὶ ἀσιτίῃσι συμπεπτωκόταHdt.3.52,
ἠγρίωσαι διὰ μακρᾶς ἀλουσίαςE.Or.226, cf. Alex.197, cf. ἀλουτία.