< 2 ἀλοῖτις
ἀλοιφαῖος >
ἀλοιτός
,
-όν
• Prosodia:
[ᾰ-]
execrado
,
maldito
,
impío
ἔτλης θεῶν ἀλοιτὸς ἐκβῆναι δίκην
Lyc.136.