< ἀλοητέα
ἀλοητός >
ἀλοητής
,
-οῦ, ὁ
trillador
ἀλοητῇ ἀλοῶντι σὺν Φίβ[ει
SB
9699.619 (I d.C.), cf. ἀλοιητήρ.