< ἀλογίστευτος
ἀλογιστί >
ἀλογιστέω
desvariar
,
delirar
de Safo en el
Fr
.31
, Longin.10.3,
οὐ τῷ μᾶλλον ἀλογιστεῖν ... ἐλέγχονται
Plu.2.656d, cf. Vett.Val.130.30.