< ἀλλοχροέω
ἀλλόχροος >
ἀλλόχροια
,
-ας, ἡ
color demudado
ὠχρὰ δέ ὄμματα καὶ ἀλλοχροίας ἔχοντα ἄνδρα
Adam.2.36.