ἀλλόεθνος, -ον
de otra raza entre los judíos gentil
Ἰουδαίοις ἀθέμιτον ὑπῆρχε συνεσθίειν ... ἀλλοέθνοιςRom.Mel.45.ιδʹ.1, cf. Epiph.Const.Haer.30.11 p.347.17.
Ἰουδαίοις ἀθέμιτον ὑπῆρχε συνεσθίειν ... ἀλλοέθνοιςRom.Mel.45.ιδʹ.1, cf. Epiph.Const.Haer.30.11 p.347.17.