< ἀλληγοριστής
ἀλληγορουμένως >
ἀλλήγορος
,
-ον
1
alegórico
,
Et.Gud
.s.u.
συνήγορος
.
2
adv. -ως
interpretando alegóricamente
γνῶθι τοῦτ' ἀλληγόρως
Anon.(¿Tz.?) en Sch.A.
Pr
.428.