ἀλλοίωμα, -ματος, τό


cambio, alteración ἀλλοιώματα ἐν ταῖς τροφαῖς (en una parodia de Epicuro), Damox.2.22, μήτε [ἀλλοι]ωμάτων μήτε [φθορῶν Phld.D.3.Fr.80.7, cf. Meth.Res.1.43 (p.290.10).