ἀλλοφάσσω


jón., medic. delirar δύσπνοοι γίνονται, ἀλλοφάσσοντες Hp.Prog.20, cf. Mul.1.41, Gal.18(2).249, Xenocritus Cous en Erot.12.6, Eust.1324.11
ἀλλοφά(σ)σειν· ἑτεροχροεῖν. ἢ οὐχ ὑποφέρειν βάρος Hsch., cf. Phot.p.79R., AB 386.