< ἀλλοτριόχρως
ἀλλοτριόω >
ἀλλοτριόχωρος
,
-ον
de país extraño
,
extranjero
τῶν τε ὁμοφύλων καὶ τῶν ἀλλοτριοχώρων
I.
AI
3.281,
μὴ γαμεῖν τὰς ἀλλοτριοχώρους
I.
AI
8.192.