ἀλλοτριάζω


1 ser contrario καταπεπληγμένος πάντας τοὺς ἀλλοτριάζοντας Plb.15.22.1
c. gen. ἀ. τοῦ βασιλέως Plb.15.25.34.

2 c. ac. de cosa, dud. enajenarse, POxy.2267.8 (IV a.C.).